- στασιαστικός
- -ή, -ό / στασιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [στασιάζω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στασιαστή, αυτός που προκαλεί στασιασμό (α. «στασιαστική συγκέντρωση» β. «οὐκ ὄντας πολιτικοὺς ἀλλὰ στασιαστικούς», Πλάτ.γ. «πράττειν οὐδὲν στασιαστικόν», Πλούτ.).επίρρ...στασιαστικῶς Α1. με τρόπο που ταιριάζει σε στασιαστή2. φρ. α) «στασιαστικῶς ἔχω» — ρέπω προς στασιασμό (Πλάτ.)β) «στασιαστικώς χρώμαί τινι» — μεταχειρίζομαι κάτι με πνεύμα στασιαστή (Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.